- ἐπαγγελτικῶς
- ἐπαγγελτικόςgiven to promisingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγγελτικός — ή, ό (Α ἐπαγγελτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις 2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση 3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ.. επίρρ... έπαγγελτικώς με τρόπο υποσχετικό … Dictionary of Greek